- οστεοπάθεια
- ηγενική ονομασία των παθήσεων των οστών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οστεοπάθεια — η ονομασία όλων γενικά τών παθήσεων τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteopathy < ὀστέον / ὀστοῦν + πάθεια (< παθής < πάθος)] … Dictionary of Greek
μελορεόστωση — η ιατρ. οστεοπάθεια χαρακτηριζόμενη από οστεοσκλήρωση ενός συνήθως μέλους τού σώματος, με ταινιοειδείς πυκνώσεις και εναποθέσεις κατά μήκος τού πάσχοντος οστού, οι οποίες θυμίζουν σταγόνα λειωμένου κεριού που ρέει … Dictionary of Greek
οστεονοσία — η ιατρ. η οστεοπάθεια … Dictionary of Greek
οστεοπαθητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεοπάθεια 2. φρ. «οστεοπαθητική ιατρική» ιατρ. αμερικανική ιατρική σχολή που έχει ως βάση τη θεωρία ότι οι νόσοι οφείλονται κυρίως σε απώλεια τής ακεραιότητας τής λεπτής υφής τών ιστών και δίνει… … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek
ψαθύρωση — η, Ν (παλ. όρος) ιατρ. οστεοπάθεια κατά την οποία τα οστά γίνονται εύθραστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαθυρός «εύθρυπτος» + κατάλ. ωση (πρβλ. νευρ ωση)] … Dictionary of Greek